Επεκτείνεται το φαινόμενο της ημιγλωσσίας στους αλλοδαπούς μαθητές που φοιτούν στην Ελλάδα, καθώς αδυνατούν να μάθουν καλά τη μητρική τους γλώσσας, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται και στην εκμάθηση της ελληνικής. Κατά συνέπεια αναπτύσσουν μαθησιακές δυσκολίες που δημιουργούν απογοήτευση και τέλος την απόρριψη. Γι’ αυτό και στην Ελλάδα το 60% των αλλοδαπών μαθητών εγκαταλείπει τη φοίτηση στο Γυμνάσιο.
Τα παραπάνω επισημάνθηκαν σε ενδιαφέρουσα εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε χθες στο αμφιθέατρο «Κορδάτος» του παραλιακού συγκροτήματος Παπαστράτου με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Μητρικής Γλώσσας.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Εργαστηρίου Μελέτης, Διδασκαλίας και Διάδοσης της Ελληνικής Γλώσσας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, του Δήμου Βόλου, της Δ/νσης Α/θμιας Εκπ/σης Μαγνησίας, του Γραφείου Σχολικών Συμβούλων Μαγνησίας και της Σύμπραξης Εκπαιδευτικών.
Συντονιστής της εκδήλωσης είναι ο διευθυντής του 16ου Δημοτικού Βόλου κ. Φίλιππος Κωνσταντινίδης, ο οποίος τόνισε πως, «αν δεχθούμε ότι η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα εργαλείο επικοινωνίας, αλλά ο καθρέφτης της σκέψης μας και ο γλωσσικός εκφραστής του συναισθηματικού μας κόσμου, τότε καταλαβαίνουμε ότι μιλάμε, όπως είμαστε και είμαστε όπως μιλάμε. Η μητρική γλώσσα ωστόσο δεν είναι απλώς ένα σύνεργο επικοινωνίας, αλλά κάτι πολύ πιο σημαντικό, είναι μια πολιτισμική κατάκτηση».
Στην εκδήλωση συμμετείχε η χορωδία των 16ου και 30ου Δημοτικών Σχολείων Βόλου.
Ο αναπληρωτής καθηγητής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης και υπεύθυνος Εργαστηρίου Μελέτης, Διδασκαλίας και Διάδοσης της Ελληνικής Γλώσσας κ. Γ. Ανδρουλάκης ανέπτυξε το θέμα «Γλωσσική εκπαίδευση και μητρική γλώσσα των παιδιών με μεταναστευτικό υπόβαθρο».
Ο ίδιος υπογράμμισε πως «στην Ελλάδα δεν αντιμετωπίζονται ισότιμα οι μητρικές γλώσσες των αλλοδαπών μαθητών. Υπάρχουν στερεότυπα και αντιλήψεις ότι η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας βλάπτει την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Και αυτή είναι μια λάθος αντίληψη. Το σίγουρο είναι πως στο ελληνικό σχολείο υπάρχει χώρος για συνύπαρξη τόσο της ελληνικής, όσο και της μητρικής γλώσσας των αλλοδαπών μαθητών. Γιατί η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας συμβάλλει στη γλωσσική, όσο και στη συναισθηματική ανάπτυξη».
Ο διευθυντής του 30ού Δημοτικού Σχολείου Βόλου κ. Πασχάλης Δήμου ανέλυσε το ζήτημα της μητρικής γλώσσας σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία αναφέροντας μάλιστα το παράδειγμα της Σουηδίας.
Ο ίδιος έχοντας διδάξει τρία χρόνια σε σχολεία της Στοκχόλμης ως αποσπασμένος εκπαιδευτικός τόνισε πως η Σουηδία έχει καταφέρει και εντάξει στην κοινωνία τους μετανάστες ακολουθώντας μια πετυχημένη πολιτική στο χώρο της εκπαίδευσης. Η χώρα έχει αναγνωρίσει 110 διαφορετικές εθνικοπολιτισμικές ομάδες που διαβιούν εκεί, ενώ ένας στους τρεις κατοίκους έχει ένα μεταναστευτικό υπόβαθρο. Ειδικότερα μέσα από ταχύρυθμα προγράμματα οι μετανάστες μπορούν να μάθουν καλά πρώτα τη μητρική τους γλώσσα και στη συνέχεια τη γλώσσα της χώρας υποδοχής, προκειμένου να έχουν μια ομαλή ένταξη. Έτσι πάνω από το 90% των μεταναστών καταφέρνει και αποφοιτεί από το Λύκειο, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό συνεχίζει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Στη Σουηδία δεν λειτουργούν ελληνικά αμιγώς σχολεία. Ωστόσο σε κάθε σχολείο, όταν υπάρχουν πέντε Έλληνες μαθητές, συγκροτούν ένα τμήμα και μαθαίνουν τα ελληνικά μέσω τρίωρης διδασκαλίας κάθε εβδομάδα. Η διδασκαλία γίνεται από αποσπασμένους Έλληνες εκπαιδευτικούς. Στην ευρύτερη περιοχή της Στοκχόλμης η ελληνική κοινότητα υπολογίζεται γύρω στους 10.000-12.000 κατοίκους, ενώ οι Έλληνες μαθητές γύρω στους 600.
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη Σουηδία, όπως τόνισε ο διευθυντής του Πρότυπου Πιλοτικού Δημοτικού Σχολείου Πορταριάς κ. Ηρακλής Καραγιάννης, στην Ελλάδα υπάρχει ακόμη θολό τοπίο. Το θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε το 1996 προβλέπει την ίδρυση φροντιστηριακών τμημάτων στα ελληνικά σχολεία, προκειμένου οι αλλοδαποί μαθητές να μάθουν καλύτερα τα ελληνικά και όχι τη μητρική τους γλώσσα.
Ο ίδιος πρόσθεσε πως από το νόμο προβλέπεται η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας μόνο για τους μουσουλμάνους μαθητές, ενώ υπάρχουν και κάποια προγράμματα για τους μαθητές Ρομά. Από κει και πέρα αναπτύσσονται περισσότερο ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Για παράδειγμα στην Αθήνα λειτουργούν σχολεία που ίδρυσαν οι κοινότητες, όπως οι Ρώσοι, οι Πολωνοί, οι Φιλιππινέζοι. Πρόκειται για τα Κοινοτικά Σχολεία που έχουν την άδεια του υπουργείου Παιδείας. Επίσης λειτουργούν από κάποιους συλλόγους αλλοδαπών και ορισμένα φροντιστήρια εκμάθησης της μητρικής γλώσσας.
Απουσία ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου για τη διάδοση της μητρικής γλώσσας αναπτύσσεται στους αλλοδαπούς το φαινόμενο της ημιγλωσσίας.
Όπως σημείωσε ο κ. Καραγιάννης, οι αλλοδαποί μαθητές δεν μαθαίνουν καλά ούτε τη μητρική τους γλώσσα-διαδικασία που γίνεται συνήθως στο σπίτι από τους γονείς τους-ούτε τη γλώσσα της χώρας υποδοχής. Αυτό έχει ως συνέπεια να αποκτούν σταδιακά μαθησιακές δυσκολίες, που επιφέρουν την απογοήτευση και την εγκατάλειψη από το σχολείο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας το 60% των αλλοδαπών μαθητών εγκαταλείπει τη φοίτηση στο σχολείο κατά τη διάρκεια ή την αποφοίτηση από το Γυμνάσιο.